Ο κόλπος είναι ένας μεμβρανώδης – μυώδης σωλήνας με μήκος 9–12 εκατοστά. Το μέγεθος ποικίλλει, αλλά διαθέτει μιαν εξαιρετική ικανότητα για διαστολή, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται απόλυτα σε πέη όλων των διαστάσεων. Ο κόλπος καταλήγει στο κάτω μέρος στον παρθενικό υμένα ενώ στο πάνω μέρος στον τράχηλο της μήτρας. Πρόκειται για σωλήνα με μεγάλη ελαστικότητα, ικανό να περιβάλλει το πέος αλλά και ικανό να διαστέλλεται για να επιτρέπει την έξοδο του εμβρύου κατά τον τοκετό. Αν η διείσδυση του πέους κατά τη σεξουαλική επαφή γίνει προτού ολοκληρωθεί η ανάπτυξη μήκους και διαμέτρου του κόλπου, η γυναίκα μπορεί να δυσφορήσει με ένα μεγάλο πέος. Ωστόσο, ο κόλπος δεν αργεί να φαρδύνει, έτσι ώστε το πέος, ύστερα από μερικές παλινδρομικές κινήσεις να μπορεί να εισχωρεί με ευκολία. Οσο ανεβαίνει το θερμόμετρο της σεξουαλικής διέγερσης, ο κόλπος μακραίνει και μεγαλώνει η διάμετρός του.
Για να προσαρμοστεί πάνω στην προεξοχή του τραχήλου, ο κόλπος σχηματίζει γύρω του τέσσερις θόλους: τον πρόσθιο, τον οπίσθιο, το δεξιό και τον αριστερό. Ο τράχηλος εισχωρεί μέσα στον κόλπο πάνω από το πρόσθιο τοίχωμα, που είναι έτσι πιο κοντό από το οπίσθιο, ενώ ο οπίσθιος θόλος είναι πιο βαθύς από τον πρόσθιο. Η διάταξη αυτή διευκολύνει, στη διάρκεια της συνουσίας, τη διέλευση του σπέρματος στον τράχηλο. Πράγματι, όταν μια γυναίκα είναι ξαπλωμένη ανάσκελα, το τραχηλικό στόμιο όχι μόνο είναι άμεσα εκτεθειμένο στο σπέρμα, αλλά κολυμπά σε αυτό, κάθε φορά που με την εκσπερμάτωση δημιουργείται μια λίμνη στον οπίσθιο θόλο. Άλλωστε, κατά την ερωτική πράξη ο οπίσθιος θόλος είναι που δέχεται την ορμή των παλινδρομικών κινήσεων του πέους, προστατεύοντας έτσι τον τράχηλο από ενδεχόμενη κάκωση. Τα εσωτερικά τοιχώματα του κόλπου είναι παχιά, δημιουργούν πτυχές, τις κολεϊκές ρυτίδες, που είτε εκτείνονται κατά μήκος είτε είναι οριζόντιες. Τα κύτταρά τους περιέχουν γλυκογόνο, ένα είδος αμύλου. Με τη ζύμωση, τα βακτηρίδια που είναι εγκατεστημένα στον κόλπο παράγουν γαλακτικό οξύ. Αυτό ρυθμίζει πόσο όξινα πρέπει να είναι τα υγρά στην περιοχή. Το όξινο περιβάλλον είναι απαραίτητο για την υγεία του κόλπου, εμποδίζει ανάπτυξη βακτηριδίων.
Οποιαδήποτε παρεμβολή στη λεπτή αυτή οικολογική ισορροπία, όπως, για παράδειγμα, οι κολπικές πλύσεις, μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό, φλεγμονή, απέκκριση ή αλλεργικές αντιδράσεις. Τα εσωτερικά τοιχώματα του κόλπου δεν περιέχουν αδένες, παρ’ όλο που ο ίδιος ο κόλπος υγραίνεται, όταν η γυναίκα διεγείρεται σεξουαλικά. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τα κύτταρα που αποβάλλονται από τα εσωτερικά τοιχώματα του κόλπου, η βλέννα που εκκρίνεται από τον τράχηλο, τα σταγονίδια που προέρχονται από τον κόλπο, αποτελούν τα κολπικά υγρά, που είναι άχρωμα, άοσμα. Κατά μήκος του κόλπου υπάρχει ένας υποβλεννογονιακός ιστός, γεμάτος αιμοφόρα αγγεία. Με τη δράση του ανοίγει ή κλείνει το εσωτερικό του κόλπου.
Μέσα στο επάνω τμήμα του κόλπου, ακριβώς πίσω από το ηβικό οστό, λέγεται ότι υπάρχει μια περιοχή από σηραγγώδη ιστό που, όταν ερεθιστεί, προκαλεί ένα διαφορετικό είδος οργασμού. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως “σημείο G “. Ανατομικά και ιστολογικά δεν έχει προσδιοριστεί αυτό το σημείο.